Русско-новогреческий словарь - время
Перевод с русского языка время на греческий
с
1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
с течением ~ени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое ~ ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое ~ тому назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет ~ени зайти к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
2. (час, срок) ἡ ῶρα:
сколько (сеичас) ~ени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное ~ ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое ~ σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
рабочее ~ ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· ~ посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочное ~ τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее ~ τό καλοκαίρι, τό θέρος· ~ года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
во все ~ена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее ~ ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от ~ени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
5. грам. ὁ χρόνος:
настоящее ~ ὁ ἐνεστώς· буду-щее ~ ὁ μέλλων прошедшее ~ ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ ~ не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то ~ как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от ~ени до ~ени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем ~енем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого ~ени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее ~τόν τελευταίο καιρό· со ~енем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· ~ покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела ~? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести ~ περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить ~ спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное ~ спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.